φρυγανίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φρυγανίζω < φρύγανο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φρυγανίζω | φρυγάνιζα | θα φρυγανίζω | να φρυγανίζω | φρυγανίζοντας | |
| β' ενικ. | φρυγανίζεις | φρυγάνιζες | θα φρυγανίζεις | να φρυγανίζεις | φρυγάνιζε | |
| γ' ενικ. | φρυγανίζει | φρυγάνιζε | θα φρυγανίζει | να φρυγανίζει | ||
| α' πληθ. | φρυγανίζουμε | φρυγανίζαμε | θα φρυγανίζουμε | να φρυγανίζουμε | ||
| β' πληθ. | φρυγανίζετε | φρυγανίζατε | θα φρυγανίζετε | να φρυγανίζετε | φρυγανίζετε | |
| γ' πληθ. | φρυγανίζουν(ε) | φρυγάνιζαν φρυγανίζαν(ε) |
θα φρυγανίζουν(ε) | να φρυγανίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φρυγάνισα | θα φρυγανίσω | να φρυγανίσω | φρυγανίσει | ||
| β' ενικ. | φρυγάνισες | θα φρυγανίσεις | να φρυγανίσεις | φρυγάνισε | ||
| γ' ενικ. | φρυγάνισε | θα φρυγανίσει | να φρυγανίσει | |||
| α' πληθ. | φρυγανίσαμε | θα φρυγανίσουμε | να φρυγανίσουμε | |||
| β' πληθ. | φρυγανίσατε | θα φρυγανίσετε | να φρυγανίσετε | φρυγανίστε | ||
| γ' πληθ. | φρυγάνισαν φρυγανίσαν(ε) |
θα φρυγανίσουν(ε) | να φρυγανίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φρυγανίσει | είχα φρυγανίσει | θα έχω φρυγανίσει | να έχω φρυγανίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φρυγανίσει | είχες φρυγανίσει | θα έχεις φρυγανίσει | να έχεις φρυγανίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φρυγανίσει | είχε φρυγανίσει | θα έχει φρυγανίσει | να έχει φρυγανίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φρυγανίσει | είχαμε φρυγανίσει | θα έχουμε φρυγανίσει | να έχουμε φρυγανίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φρυγανίσει | είχατε φρυγανίσει | θα έχετε φρυγανίσει | να έχετε φρυγανίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φρυγανίσει | είχαν φρυγανίσει | θα έχουν φρυγανίσει | να έχουν φρυγανίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φρυγανίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
φρυγανίζω
- μαζεύω προσανάμματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.