ταμιευτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταμιευτήρας οι ταμιευτήρες
      γενική του ταμιευτήρα των ταμιευτήρων
    αιτιατική τον ταμιευτήρα τους ταμιευτήρες
     κλητική ταμιευτήρα ταμιευτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταμιευτήρας < αρχαία ελληνική ταμιεύω (σήμαινε εκταμιεύω) για να αποδοθεί ο γαλλικός όρος réservoir

Ουσιαστικό

ταμιευτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.