threat

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
threat threats

Ουσιαστικό

threat (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απειλή, μια δήλωση στην οποία λέω σε κάποιον ότι θα τον τιμωρήσω ή θα τον βλάψω
    Don’t be scared of his threats—they are just talk!
    Μη φοβάσαι τις απειλές του, κουβέντες είναι!

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.