bark

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bark barks

bark (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η φλούδα, ο φλοιός των δέντρων
    the bark of the tree - η φλούδα/ο φλοιός του δέντρου
    Bark was stripped from the trunk of the tree.
    Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
  2. το γάβγισμα
    The dog’s barks didn’t let me sleep.
    Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.

Ρήμα

ενεστώτας bark
γ΄ ενικό ενεστώτα barks
αόριστος barked
παθητική μετοχή barked
ενεργητική μετοχή barking

bark (en)

  1. (αμετάβατο) γαβγίζω
    All dogs bark at strangers.
    Όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν τους ξένους.
    The little dog kept barking.
    Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
  2. (μεταβατικό) γαβγίζω, ξεστομίζω απότομα ή επιθετικά
    What’s the boss barking about again?
    Τι γαβγίζει τ' αφεντικό πάλι;

Σύνθετα

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

bark (pl) αρσενικό

  1. (ανατομία) ώμος

Συγγενικά

  • barczysty
  • barkowy
  • bary
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.