φλαμανδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλαμανδικός | η | φλαμανδική | το | φλαμανδικό |
| γενική | του | φλαμανδικού | της | φλαμανδικής | του | φλαμανδικού |
| αιτιατική | τον | φλαμανδικό | τη | φλαμανδική | το | φλαμανδικό |
| κλητική | φλαμανδικέ | φλαμανδική | φλαμανδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλαμανδικοί | οι | φλαμανδικές | τα | φλαμανδικά |
| γενική | των | φλαμανδικών | των | φλαμανδικών | των | φλαμανδικών |
| αιτιατική | τους | φλαμανδικούς | τις | φλαμανδικές | τα | φλαμανδικά |
| κλητική | φλαμανδικοί | φλαμανδικές | φλαμανδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλαμανδικός < Φλαμανδ(ός) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fla.man.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλα‐μαν‐δι‐κός
Επίθετο
φλαμανδικός -ή -ό
- που αναφέρεται στους Φλαμανδούς και τη Φλάνδρα του Βελγίου
- ↪ φλαμανδική τέχνη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φλαμανδικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.