Φλάνδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φλάνδρα οι Φλάνδρες
      γενική της Φλάνδρας των Φλανδρών
    αιτιατική τη Φλάνδρα τις Φλάνδρες
     κλητική Φλάνδρα Φλάνδρες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φλάνδρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική Flandre + κατάληξη θηλυκού [1] Δείτε και την παλαιά γαλλική λέξη Flamandie (Φλαμανδία).

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈflan.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φλάνδρα

Κύριο όνομα

Φλάνδρα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.