φινίρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φινίρισμα | τα | φινιρίσματα |
| γενική | του | φινιρίσματος | των | φινιρισμάτων |
| αιτιατική | το | φινίρισμα | τα | φινιρίσματα |
| κλητική | φινίρισμα | φινιρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φινίρισμα ουδέτερο
- η τελική επεξεργασία στην κατασκευή ενός αντικειμένου ή το αποτέλεσμά της, η ενέργεια του φινίρω
- η απόληξη ενός υφάσματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.