εν τέλει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν τέλει < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐν τέλει < ἐν τέλει (δοτική ενικού του τέλος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική à la fin.[1]  δείτε τις λέξεις εν και τέλος

Έκφραση

εν τέλει

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.