μικροαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροαστός οι μικροαστοί
      γενική του μικροαστού των μικροαστών
    αιτιατική τον μικροαστό τους μικροαστούς
     κλητική μικροαστέ μικροαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροαστός < μικρο- + αστός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική petit-bourgeois)

Ουσιαστικό

μικροαστός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.