θεαθήναι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θεαθήναι < αρχαία ελληνική θεαθῆναι, απαρέμφατο παθητικού αορίστου του ρήματος θεάομαι, -ῶμαι
Ουσιαστικό
θεαθήναι ουδέτερο, μόνο στον ενικό άκλιτο
- το να μας βλέπουν οι άλλοι
- ↪ Όλα γίνονται για το θεαθήναι. (όχι για λόγους ουσίας, αλλά για τα μάτια του κόσμου)
- γενέσθαι
- γίγνεσθαι
- εξαμαρτείν
- επανιδείν
- φαίνεσθαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.