φιλτραρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλτραρισμένος | η | φιλτραρισμένη | το | φιλτραρισμένο |
| γενική | του | φιλτραρισμένου | της | φιλτραρισμένης | του | φιλτραρισμένου |
| αιτιατική | τον | φιλτραρισμένο | τη | φιλτραρισμένη | το | φιλτραρισμένο |
| κλητική | φιλτραρισμένε | φιλτραρισμένη | φιλτραρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλτραρισμένοι | οι | φιλτραρισμένες | τα | φιλτραρισμένα |
| γενική | των | φιλτραρισμένων | των | φιλτραρισμένων | των | φιλτραρισμένων |
| αιτιατική | τους | φιλτραρισμένους | τις | φιλτραρισμένες | τα | φιλτραρισμένα |
| κλητική | φιλτραρισμένοι | φιλτραρισμένες | φιλτραρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλτραρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλτράρω
Μετοχή
φιλτραρισμένος, -η, -ο
- που έχει περαστεί από φίλτρο
- φιλτρατισμένος καφές, χυμός ελιάς, αέρας, ήχος
- (μεταφορικά) κάτι που διαστρεβλώνεται ή λογοκρίνεται
- φιλτραρισμένες ειδήσεις
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.