αφιλτράριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλτράριστος η αφιλτράριστη το αφιλτράριστο
      γενική του αφιλτράριστου της αφιλτράριστης του αφιλτράριστου
    αιτιατική τον αφιλτράριστο την αφιλτράριστη το αφιλτράριστο
     κλητική αφιλτράριστε αφιλτράριστη αφιλτράριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλτράριστοι οι αφιλτράριστες τα αφιλτράριστα
      γενική των αφιλτράριστων των αφιλτράριστων των αφιλτράριστων
    αιτιατική τους αφιλτράριστους τις αφιλτράριστες τα αφιλτράριστα
     κλητική αφιλτράριστοι αφιλτράριστες αφιλτράριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιλτράριστος < α- + φιλτράρω + -τος

Επίθετο

αφιλτράριστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.