διαστρεβλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαστρεβλώνω < αρχαία ελληνική διαστρεβλόω / διαστρεβλῶ < στρεβλόω / στρεβλῶ < στρεβλός < στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.stɾeˈvlo.no/ & /ðʝa.stɾeˈvlo.no/
Ρήμα
διαστρεβλώνω (παθητική φωνή: διαστρεβλώνομαι)
- παρουσιάζω σκόπιμα κάτι με αλλοιωμένη μορφή
- διαστρεβλώνω την αλήθεια
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαστρεβλώνω | διαστρέβλωνα | θα διαστρεβλώνω | να διαστρεβλώνω | διαστρεβλώνοντας | |
| β' ενικ. | διαστρεβλώνεις | διαστρέβλωνες | θα διαστρεβλώνεις | να διαστρεβλώνεις | διαστρέβλωνε | |
| γ' ενικ. | διαστρεβλώνει | διαστρέβλωνε | θα διαστρεβλώνει | να διαστρεβλώνει | ||
| α' πληθ. | διαστρεβλώνουμε | διαστρεβλώναμε | θα διαστρεβλώνουμε | να διαστρεβλώνουμε | ||
| β' πληθ. | διαστρεβλώνετε | διαστρεβλώνατε | θα διαστρεβλώνετε | να διαστρεβλώνετε | διαστρεβλώνετε | |
| γ' πληθ. | διαστρεβλώνουν(ε) | διαστρέβλωναν διαστρεβλώναν(ε) |
θα διαστρεβλώνουν(ε) | να διαστρεβλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαστρέβλωσα | θα διαστρεβλώσω | να διαστρεβλώσω | διαστρεβλώσει | ||
| β' ενικ. | διαστρέβλωσες | θα διαστρεβλώσεις | να διαστρεβλώσεις | διαστρέβλωσε | ||
| γ' ενικ. | διαστρέβλωσε | θα διαστρεβλώσει | να διαστρεβλώσει | |||
| α' πληθ. | διαστρεβλώσαμε | θα διαστρεβλώσουμε | να διαστρεβλώσουμε | |||
| β' πληθ. | διαστρεβλώσατε | θα διαστρεβλώσετε | να διαστρεβλώσετε | διαστρεβλώστε | ||
| γ' πληθ. | διαστρέβλωσαν διαστρεβλώσαν(ε) |
θα διαστρεβλώσουν(ε) | να διαστρεβλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαστρεβλώσει | είχα διαστρεβλώσει | θα έχω διαστρεβλώσει | να έχω διαστρεβλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαστρεβλώσει | είχες διαστρεβλώσει | θα έχεις διαστρεβλώσει | να έχεις διαστρεβλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαστρεβλώσει | είχε διαστρεβλώσει | θα έχει διαστρεβλώσει | να έχει διαστρεβλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαστρεβλώσει | είχαμε διαστρεβλώσει | θα έχουμε διαστρεβλώσει | να έχουμε διαστρεβλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαστρεβλώσει | είχατε διαστρεβλώσει | θα έχετε διαστρεβλώσει | να έχετε διαστρεβλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαστρεβλώσει | είχαν διαστρεβλώσει | θα έχουν διαστρεβλώσει | να έχουν διαστρεβλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.