χτικιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτικιό τα χτικιά
      γενική του χτικιού των χτικιών
    αιτιατική το χτικιό τα χτικιά
     κλητική χτικιό χτικιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτικιό < μεσαιωνική ελληνική κτικιό < κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵʰ-

Ουσιαστικό

χτικιό ουδέτερο

  1. (οικείο) (ιατρική) η φυματίωση
  2. (μεταφορικά) η ταλαιπωρία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.