φθισιατρείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φθισιατρείο | τα | φθισιατρεία |
| γενική | του | φθισιατρείου | των | φθισιατρείων |
| αιτιατική | το | φθισιατρείο | τα | φθισιατρεία |
| κλητική | φθισιατρείο | φθισιατρεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φθισιατρείο ουδέτερο
- όρος του περασμένου αιώνα για τα ιατρεία και τις κλινικές που ειδικεύονταν στην αντιμετώπιση της φυματίωσης
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φθισιατρείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.