φθίνων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθίνων η φθίνουσα το φθίνον
      γενική του φθίνοντος
& φθίνοντα1
της φθίνουσας
& φθινούσης*
του φθίνοντος
    αιτιατική τον φθίνοντα τη φθίνουσα το φθίνον
     κλητική φθίνων φθίνουσα φθίνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθίνοντες οι φθίνουσες τα φθίνοντα
      γενική των φθινόντων των φθινουσών των φθινόντων
    αιτιατική τους φθίνοντες τις φθίνουσες τα φθίνοντα
     κλητική φθίνοντες φθίνουσες φθίνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φθίνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθίνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φθίνω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfθi.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φθίνων
ομόηχο: φθίνον

Μετοχή

φθίνων, -ουσα, -ον

  • (λόγιο) που φθίνει, ελαττώνεται συνεχώς ή παρακμάζει
    φθίνουσα πορεία
    1. (αστρονομία)  δείτε τη λέξη φθίνουσα σελήνη
    2. (μαθηματικά)  δείτε τη λέξη φθίνουσα πρόοδος
    3. (ηλεκτρολογία)  δείτε τη λέξη φθίνουσα ταλάντωση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.