φειδωλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φειδωλία οι φειδωλίες
      γενική της φειδωλίας των φειδωλιών
    αιτιατική τη φειδωλία τις φειδωλίες
     κλητική φειδωλία φειδωλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φειδωλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φειδωλία  δείτε τη λέξη φείδομαι

Ουσιαστικό

φειδωλία θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φειδωλί αἱ φειδωλίαι
      γενική τῆς φειδωλίᾱς τῶν φειδωλιῶν
      δοτική τῇ φειδωλί ταῖς φειδωλίαις
    αιτιατική τὴν φειδωλίᾱν τὰς φειδωλίᾱς
     κλητική ! φειδωλί φειδωλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φειδωλί
γεν-δοτ τοῖν  φειδωλίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φειδωλία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φειδωλία, -ας θηλυκό

  1. φειδώ, τσιγκουνιά, φιλαργυρία
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 9, 572c
    Συγγενόμενος δὲ κομψοτέροις ἀνδράσι καὶ μεστοῖς ὧν ἄρτι διήλθομεν ἐπιθυμιῶν, ὁρμήσας εἰς ὕβριν τε πᾶσαν καὶ τὸ ἐκείνων εἶδος μίσει τῆς τοῦ πατρὸς φειδωλίας,
    Και αφού σχετίσθηκε με ανθρώπους πιο μορφωμένους και έκδοτους σε όλες τις επιθυμίες που πριν από λίγο αναφέραμε, παραδίνεται κι αυτός σε κάθε διαφθορά και στο είδος ζωής των ανθρώπων εκείνων, από μίσος προς τη φιλαργυρία του πατέρα του·
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
  2. τελειότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας, ακρίβεια

  • ιωνικός τύπος: φειδωλίη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.