φείδομαι
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- φείδομαι < αρχαία ελληνική φείδομαι
Ρήμα
φείδομαι (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) τσιγκουνεύομαι, διστάζω να δώσω, κάνω οικονομία, δείχνω συγκράτηση
- δεν φείδομαι χρημάτων
- φείδου χρόνου (μη σπαταλάς το χρόνο σου)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φειδώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φείδομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*bʰeyd- (κόβω, χωρίζω) όπως το σανσκριτικό bhid (σπάω) και το λατινικό findo (σχίζω, κομματιάζω)
Ρήμα
φείδομαι
- φείδομαι τινός (συνήθως με γενική)
- κάνω οικονομία, δεν σπαταλώ
- μὴ φείδεσθε... στρατοῦ
- λυπάμαι, δείχνω οίκτο (π.χ. σε μάχη)
- ἀλλὰ ...πεφιδήσεται ἀνδρός (αλλά.. θα χαρίσει τη ζωή στον άνδρα)
- τον φροντίζω, τον προστατεύω
- ἵππων φειδόμενος
- λογαριάζω, λαμβάνω υπ΄όψη μου
- οὔτ᾽ ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν
- φείδου τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας
- απέχω, αποχωρώ, υποχωρώ, κρατιέμαι
- φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς (μην κάνεις πίσω στο σχέδιό σου)
- μὴ φείδου εἴ τι ἔχεις διδάσκειν (μην κρατιέσαι, λέγε)
χρόνοι
Τύποι του ρήματος που απαντούν:
- Ενεστώτας: φείδομαι
- Παρατατικός: (εφειδόμην)
- Μέλλοντας: φειδήσομαι φείσομαι και ποιητ. πεφιδήσομαι
- Αόριστος: ἐφεισάμην και φεισάμην και αόριστος β' πεφιδόμην, απαρέμφατο πεφιδέσθαι
- Παρακείμενος: (πέφεισμαι)
- Υπερσυντελικος:επεφείσμην
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.