τσιγκουνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιγκουνιά | οι | τσιγκουνιές |
| γενική | της | τσιγκουνιάς | των | τσιγκουνιών |
| αιτιατική | την | τσιγκουνιά | τις | τσιγκουνιές |
| κλητική | τσιγκουνιά | τσιγκουνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιγκουνιά < τσιγκούν(ης) + -ιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡuˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐γκου‐νιά
Ουσιαστικό
τσιγκουνιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος τσιγκούνης, η ιδιότητα του τσιγκούνη
- ≈ συνώνυμα: καρμιριά, φιλαργυρία
- ≠ αντώνυμα: σπατάλη
- (στον πληθυντικό) τσιγκουνιές: χαρακτηριστικές ενέργειες και εκδηλώσεις ενός τσιγκούνη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τσιγκούνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.