σπατάλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σπατάλη | οι | σπατάλες |
| γενική | της | σπατάλης | των | σπαταλών |
| αιτιατική | τη | σπατάλη | τις | σπατάλες |
| κλητική | σπατάλη | σπατάλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπατάλη < ελληνιστική κοινή σπατάλη < προελληνική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaˈtali/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐τά‐λη
Ουσιαστικό
σπατάλη θηλυκό
Συγγενικά
- δαπάνη
- χαράμισμα
Μεταφράσεις
σπατάλη
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.