-ίδικο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -ίδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του -ίδικος
Επίθημα
-ίδικο
- επίθημα ουδέτερων μετουσιαστικών ουσιαστικών που δηλώνει το κατάστημα στο οποίο μπορούμε να βρούμε ή ν' αγοράσουμε ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
- Λέξεις σε -ίδικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.