carrosserie
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- carrosserie < → δείτε τις λέξεις carrosse και -erie
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ʁɔ.sʁi/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| carrosserie | carrosseries |
carrosserie (fr) θηλυκό
- άλλοτε, η βιομηχανία αυτοκινήτων
- σήμερα, η βιομηχανία και το εμπόριο των αμαξωμάτων
- η καροσερί ενός οχήματος, και ιδιαίτερα ενός αυτοκινήτου
- (κατ' επέκταση) ο σκελετός μιας μηχανής
Συγγενικά
- carrossable
- carrossage
- carrosse
- carrosser
- carrosserie
- carrossier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.