φαναρτζοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαναρτζοδουλειά | οι | φαναρτζοδουλειές |
| γενική | της | φαναρτζοδουλειάς | των | φαναρτζοδουλειών |
| αιτιατική | τη | φαναρτζοδουλειά | τις | φαναρτζοδουλειές |
| κλητική | φαναρτζοδουλειά | φαναρτζοδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαναρτζοδουλειά < φαναρτζ(ής) + -ο- + δουλειά
Ουσιαστικό
φαναρτζοδουλειά θηλυκό
Μεταφράσεις
φαναρτζοδουλειά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.