φαναρτζοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαναρτζοδουλειά οι φαναρτζοδουλειές
      γενική της φαναρτζοδουλειάς των φαναρτζοδουλειών
    αιτιατική τη φαναρτζοδουλειά τις φαναρτζοδουλειές
     κλητική φαναρτζοδουλειά φαναρτζοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαναρτζοδουλειά < φαναρτζ(ής) + -ο- + δουλειά

Ουσιαστικό

φαναρτζοδουλειά θηλυκό

  • η εκτέλεση εργασιών στο αμάξωμα και κυρίως στις λαμαρίνες ή στα φανάρια ενός αυτοκινήτου
  • Μην πας άδικα στον ηλεκτρολόγο, αυτό θέλει φαναρτζοδουλειά.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.