θέρετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θέρετρο | τα | θέρετρα |
| γενική | του | θερέτρου & θέρετρου |
των | θερέτρων |
| αιτιατική | το | θέρετρο | τα | θέρετρα |
| κλητική | θέρετρο | θέρετρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θέρετρο < αρχαία ελληνική θέρετρον < θέρος
Ουσιαστικό
θέρετρο ουδέτερο
- τόπος διακοπών, κέντρο παραθερισμού, με φυσική ομορφιά και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για τη διαμονή των επισκεπτών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.