φέρετρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
φέρετρον, -ου ουδέτερο και φέρτρον
- το νεκροκρέβατο, κλίνη ή φορείο πάνω στο οποίο φέρεται ο νεκρός
Συγγενικά
- φερετρεύομαι
- φερετρεύω
- Φερέτριος
- φερέτριος
Πηγές
- φέρετρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φέρετρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.