φερετροποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φερετροποιός | οι | φερετροποιοί |
| γενική | του | φερετροποιού | των | φερετροποιών |
| αιτιατική | τον | φερετροποιό | τους | φερετροποιούς |
| κλητική | φερετροποιέ | φερετροποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φερετροποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.