υψίπεδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υψίπεδο | τα | υψίπεδα |
| γενική | του | υψιπέδου & υψίπεδου |
των | υψιπέδων |
| αιτιατική | το | υψίπεδο | τα | υψίπεδα |
| κλητική | υψίπεδο | υψίπεδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υψίπεδο < αρχαία ελληνική ὑψίπεδον, ουδέτερο του ὑψίπεδος < ὕψι + πέδον (< πούς) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική haut plateau)
Ουσιαστικό
υψίπεδο ουδέτερο
- (γεωγραφία) μεγάλη πεδιάδα που βρίσκεται ψηλά σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας
- Σαράντα τρεις κυανόκρανοι του ΟΗΕ κρατούνται εδώ και μερικές ώρες από «μια ένοπλη ομάδα» στα κατεχόμενα από το Ισραήλ Υψίπεδα του Γκολάν, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο οργανισμός, προσθέτοντας ότι εργάζεται για την απελευθέρωσή τους. (*)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.