ὕψι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὕψι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ewps

Επίρρημα

ὕψι

  1. ψηλά
  2. ανοιχτά, στο πέλαγος

Συγγενικά

  • ὕψος
  • ὑψόθι εις ύψος
  • ὑψόθεν εκ του ύψος, από πάνω, από ψηλά και επάνω, ψηλά
  • ὑψοῦ σε μεγάλο ύψος, σε μεγάλο βαθμό
  • ὑψοῖ προς τα πάνω, προς τα ύψη
  • ὑψόσε προς τα πάνω, προς τα ύψη
  • ὑψόω
  • ὕψωσις
  • ὑψήεις, ποιητικά το ὑψηλός

Σύνθετα

  • ὑψι- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὑψι- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.