ὑψίπεδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| υψῐπεδο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑψίπεδος | τὸ | ὑψίπεδον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑψιπέδου | τοῦ | ὑψιπέδου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑψιπέδῳ | τῷ | ὑψιπέδῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑψίπεδον | τὸ | ὑψίπεδον | ||
| κλητική ὦ! | ὑψίπεδε | ὑψίπεδον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑψίπεδοι | τὰ | ὑψίπεδᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὑψιπέδων | τῶν | ὑψιπέδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑψιπέδοις | τοῖς | ὑψιπέδοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑψιπέδους | τὰ | ὑψίπεδᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὑψίπεδοι | ὑψίπεδᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑψιπέδω | τὼ | ὑψιπέδω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑψιπέδοιν | τοῖν | ὑψιπέδοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ὑψίπεδος, -ος, -ον
- (για έδαφος) που βρίσκεται ψηλά
- ※ 5ος αιώνας πκε - Πίνδαρος, Πρώτος Ισθμιόνικος I. 1.31@lit.auth.gr - Ελεγειακή ποίηση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- Τυνδαρίδας δ΄ ἐν Ἀχαιοῖς
ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος.- και στους Αχαιούς ο γιος του Τυνδάρεω / που κατοικούσε στον ψηλό τόπο της Θεράπνης
Πηγές
- ὑψίπεδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑψίπεδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.