βαθύπεδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαθύπεδο | τα | βαθύπεδα |
| γενική | του | βαθύπεδου | των | βαθύπεδων |
| αιτιατική | το | βαθύπεδο | τα | βαθύπεδα |
| κλητική | βαθύπεδο | βαθύπεδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαθύπεδο (μαρτυρείται από το 1850)[1] < αρχαία ελληνική ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαθύπεδος, «με βαθιά πεδιάδα»[2] < βαθύ- + -πεδο < αρχαία ελληνική βαθύς + αρχαία ελληνική πέδον
Ουσιαστικό
βαθύπεδο ουδέτερο
- (λόγιο, γεωγραφία) πεδιάδα που βρίσκεται χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας
- (λόγιο, γεωγραφία) βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
Αντώνυμα
Συγγενικά
- Βαθύπεδο (τοπωνύμιο)
- λήγουν σε -πεδο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βαθύπεδο αρσενικό ή ουδέτερο
Αναφορές
- σελ. 199, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- βαθύπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- βαθύπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βαθύπεδο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.