βαθύπεδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθύπεδο τα βαθύπεδα
      γενική του βαθύπεδου των βαθύπεδων
    αιτιατική το βαθύπεδο τα βαθύπεδα
     κλητική βαθύπεδο βαθύπεδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθύπεδο (μαρτυρείται από το 1850)[1] < αρχαία ελληνική ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαθύπεδος, «με βαθιά πεδιάδα»[2] < βαθύ- + -πεδο < αρχαία ελληνική βαθύς + αρχαία ελληνική πέδον

Ουσιαστικό

βαθύπεδο ουδέτερο

  1. (λόγιο, γεωγραφία) πεδιάδα που βρίσκεται χαμηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας
  2. (λόγιο, γεωγραφία) βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • Βαθύπεδο (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαθύπεδο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του βαθύπεδος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (βαθύπεδο) του βαθύπεδος

Αναφορές

  1. σελ. 199, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. βαθύπεδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.