προέκταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προέκταση | οι | προεκτάσεις |
| γενική | της | προέκτασης* | των | προεκτάσεων |
| αιτιατική | την | προέκταση | τις | προεκτάσεις |
| κλητική | προέκταση | προεκτάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προέκταση < προεκτείνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prolongement)
Ουσιαστικό
προέκταση θηλυκό
- η επέκταση
- η επιμήκυνση
- (μεταφορικά) οι συνέπειες που προκύπτουν σε γειτονικούς ή ευρύτερους χώρους
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προεκτείνω, προ, εκ και τείνω
Μεταφράσεις
προέκταση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.