βασιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιμότητα οι βασιμότητες
      γενική της βασιμότητας των βασιμοτήτων
    αιτιατική τη βασιμότητα τις βασιμότητες
     κλητική βασιμότητα βασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασιμότητα < βάσιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

βασιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του βάσιμου
    αμφιβητείται η βασιμότητα των καταγγελιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.