βασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασιμότητα | οι | βασιμότητες |
| γενική | της | βασιμότητας | των | βασιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | βασιμότητα | τις | βασιμότητες |
| κλητική | βασιμότητα | βασιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βασιμότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.