περιποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιποιητικός η περιποιητική το περιποιητικό
      γενική του περιποιητικού της περιποιητικής του περιποιητικού
    αιτιατική τον περιποιητικό την περιποιητική το περιποιητικό
     κλητική περιποιητικέ περιποιητική περιποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιποιητικοί οι περιποιητικές τα περιποιητικά
      γενική των περιποιητικών των περιποιητικών των περιποιητικών
    αιτιατική τους περιποιητικούς τις περιποιητικές τα περιποιητικά
     κλητική περιποιητικοί περιποιητικές περιποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιποιητικός < (ελληνιστική κοινή) περιποιητικός

Επίθετο

περιποιητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.