προαιρετικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαιρετικός η προαιρετική το προαιρετικό
      γενική του προαιρετικού της προαιρετικής του προαιρετικού
    αιτιατική τον προαιρετικό την προαιρετική το προαιρετικό
     κλητική προαιρετικέ προαιρετική προαιρετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαιρετικοί οι προαιρετικές τα προαιρετικά
      γενική των προαιρετικών των προαιρετικών των προαιρετικών
    αιτιατική τους προαιρετικούς τις προαιρετικές τα προαιρετικά
     κλητική προαιρετικοί προαιρετικές προαιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προαιρετικός < προαίρεση

Επίθετο

προαιρετικός -ή -ό

η συμμετοχή στο διαγωνισμό είναι προαιρετική

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.