υποτυπώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποτυπώδης | η | υποτυπώδης | το | υποτυπώδες |
| γενική | του | υποτυπώδους | της | υποτυπώδους | του | υποτυπώδους |
| αιτιατική | τον | υποτυπώδη | την | υποτυπώδη | το | υποτυπώδες |
| κλητική | υποτυπώδη(ς) | υποτυπώδης | υποτυπώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποτυπώδεις | οι | υποτυπώδεις | τα | υποτυπώδη |
| γενική | των | υποτυπωδών | των | υποτυπωδών | των | υποτυπωδών |
| αιτιατική | τους | υποτυπώδεις | τις | υποτυπώδεις | τα | υποτυπώδη |
| κλητική | υποτυπώδεις | υποτυπώδεις | υποτυπώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποτυπώδης < αρχαία ελληνική ὑποτυπόω / ὑποτυπῶ + -ώδης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rudimentaire[1])
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1887
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υποτυπώδης
- υποτυπώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.