υποστροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποστροφή οι υποστροφές
      γενική της υποστροφής των υποστροφών
    αιτιατική την υποστροφή τις υποστροφές
     κλητική υποστροφή υποστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστροφή < υπο- + στροφή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική understeer)

Ουσιαστικό

υποστροφή θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.