τετακέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τετακέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tête-à-queue < tête (κεφάλι) + à (στην) + queue (ουρά) επειδή βρίσκεται απότομα το κεφάλι στο σημείο που ήταν πριν η ουρά[1]

Ουσιαστικό

τετακέ ουδέτερο άκλιτο

Προφορά

ΔΦΑ : /te.taˈce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τετακέ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. tête-à-queue στο γαλλικό Βικιλεξικό fr.wiktionary.org

Πηγές

  • τετ α κε - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.