υπερστροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερστροφή | οι | υπερστροφές |
| γενική | της | υπερστροφής | των | υπερστροφών |
| αιτιατική | την | υπερστροφή | τις | υπερστροφές |
| κλητική | υπερστροφή | υπερστροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερστροφή < υπερ- + στροφή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oversteer)
Ουσιαστικό
υπερστροφή θηλυκό
- η τάση ενός αυτοκινήτου να στρίβει περισσότερο απ’ όσο του υποδεικνύουμε με την κίνηση του τιμονιού
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.