ολίσθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολίσθηση οι ολισθήσεις
      γενική της ολίσθησης* των ολισθήσεων
    αιτιατική την ολίσθηση τις ολισθήσεις
     κλητική ολίσθηση ολισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ολισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολίσθηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ολίσθηση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.