υποκινησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκινησία οι υποκινησίες
      γενική της υποκινησίας των υποκινησιών
    αιτιατική την υποκινησία τις υποκινησίες
     κλητική υποκινησία υποκινησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypokinesia < αρχαία ελληνική ὑπό + κίνησις + -ία

Ουσιαστικό

υποκινησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.