υποκινήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκινήτρια οι υποκινήτριες
      γενική της υποκινήτριας των υποκινητριών
    αιτιατική την υποκινήτρια τις υποκινήτριες
     κλητική υποκινήτρια υποκινήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκινήτρια < υποκινητής + -τρια

Ουσιαστικό

υποκινήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.