υποκινητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκινητής οι υποκινητές
      γενική του υποκινητή των υποκινητών
    αιτιατική τον υποκινητή τους υποκινητές
     κλητική υποκινητή υποκινητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκινητής < (υποκινώ), υποκινη- + -τής
για τον όρο της βιολογίας <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

υποκινητής αρσενικό

  1. αυτός που υποκινεί
    (θηλυκό υποκινήτρια)
     συνώνυμα: υποδαυλιστής
  2. (βιολογία, γενετική) το τμήμα του DNA (αλληλουχία νουκλεοτιδίων) που βοηθά στην έναρξη της μεταγραφής ενός γονιδίου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.