υποκινητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποκινητής | οι | υποκινητές |
| γενική | του | υποκινητή | των | υποκινητών |
| αιτιατική | τον | υποκινητή | τους | υποκινητές |
| κλητική | υποκινητή | υποκινητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
υποκινητής αρσενικό
- αυτός που υποκινεί
- (θηλυκό υποκινήτρια)
- ≈ συνώνυμα: υποδαυλιστής
- (βιολογία, γενετική) το τμήμα του DNA (αλληλουχία νουκλεοτιδίων) που βοηθά στην έναρξη της μεταγραφής ενός γονιδίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.