νουκλεοτίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νουκλεοτίδιο τα νουκλεοτίδια
      γενική του νουκλεοτίδιου
& νουκλεοτιδίου
των νουκλεοτίδιων
& νουκλεοτιδίων
    αιτιατική το νουκλεοτίδιο τα νουκλεοτίδια
     κλητική νουκλεοτίδιο νουκλεοτίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νουκλεοτίδιο < αγγλική nucleotide

Ουσιαστικό

νουκλεοτίδιο ουδέτερο

  • (βιολογία) οργανικό μόριο, η δομική μονάδα των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.