ᾍδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Κύριο όνομα
ᾍδης αρσενικό
- ο θεός του κάτω κόσμου
- Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ᾽ Ἀΐδης (Ιλιάδα, Ραψωδία Ο, 188)
- ο κάτω κόσμος
- ψυχαὶ δ᾽ Ἄϊδος δὲ κατῆλθον (Ιλιάδα, Ραψωδία Η, 330)
- τάφος
- θάνατος
- ᾄδης πόντιος (: θάνατος στη θάλασσα, από πνιγμό ή σε ναυμαχία)
- με ουσιαστικά: ο θανατερός, ο φονικός, αυτός που επιφέρει το θάνατο
- ᾄδου μάγειρος (ο μάγειρας του θανάτου, ο φονικός μάγειρας Ευριπίδης, Κύκλωψ, 397) / ξίφη ᾄδου
Πηγές
- ᾍδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ᾍδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.