υποβλεπόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποβλεπόμενος | η | υποβλεπόμενη | το | υποβλεπόμενο |
| γενική | του | υποβλεπόμενου | της | υποβλεπόμενης | του | υποβλεπόμενου |
| αιτιατική | τον | υποβλεπόμενο | την | υποβλεπόμενη | το | υποβλεπόμενο |
| κλητική | υποβλεπόμενε | υποβλεπόμενη | υποβλεπόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποβλεπόμενοι | οι | υποβλεπόμενες | τα | υποβλεπόμενα |
| γενική | των | υποβλεπόμενων | των | υποβλεπόμενων | των | υποβλεπόμενων |
| αιτιατική | τους | υποβλεπόμενους | τις | υποβλεπόμενες | τα | υποβλεπόμενα |
| κλητική | υποβλεπόμενοι | υποβλεπόμενες | υποβλεπόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
υποβλεπόμενος
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υποβλέπω
- ※ Το Αρχιπέλαγος για την Ελλάδα είναι όχι μόνο κοιτίδα της τουριστικής βιομηχανίας αλλά και ζωτικός εθνικός χώρος, υποβλεπόμενος μάλιστα από τη γείτονα. (εφ. Καθημερινή, 27/05/2006)
Μεταφράσεις
υποβλεπόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.