αλληλοϋποβλεπόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοϋποβλεπόμενος η αλληλοϋποβλεπόμενη το αλληλοϋποβλεπόμενο
      γενική του αλληλοϋποβλεπόμενου της αλληλοϋποβλεπόμενης του αλληλοϋποβλεπόμενου
    αιτιατική τον αλληλοϋποβλεπόμενο την αλληλοϋποβλεπόμενη το αλληλοϋποβλεπόμενο
     κλητική αλληλοϋποβλεπόμενε αλληλοϋποβλεπόμενη αλληλοϋποβλεπόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοϋποβλεπόμενοι οι αλληλοϋποβλεπόμενες τα αλληλοϋποβλεπόμενα
      γενική των αλληλοϋποβλεπόμενων των αλληλοϋποβλεπόμενων των αλληλοϋποβλεπόμενων
    αιτιατική τους αλληλοϋποβλεπόμενους τις αλληλοϋποβλεπόμενες τα αλληλοϋποβλεπόμενα
     κλητική αλληλοϋποβλεπόμενοι αλληλοϋποβλεπόμενες αλληλοϋποβλεπόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αλληλοϋποβλεπόμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.