ὑποβλέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ὑποβλέπω (παθητική φωνή: ὑποβλέπομαι)
- στραβοκοιτάζω, λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον καχύποπτα ή οργισμένα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ὑποβλέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑποβλέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.