επιβουλεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβουλεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβουλεύω (συνωμοτώ, είμαι αντικείμενα επιβουλής), κατά τη μέση φωνή του ρήματος βουλεύομαι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + βουλεύομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.vuˈle.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βου‐λεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επιβουλεύομαι, π.αόρ.: επιβουλεύθηκα (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιβουλεύομαι | επιβουλευόμουν(α) | θα επιβουλεύομαι | να επιβουλεύομαι | ||
| β' ενικ. | επιβουλεύεσαι | επιβουλευόσουν(α) | θα επιβουλεύεσαι | να επιβουλεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | επιβουλεύεται | επιβουλευόταν(ε) | θα επιβουλεύεται | να επιβουλεύεται | ||
| α' πληθ. | επιβουλευόμαστε | επιβουλευόμαστε επιβουλευόμασταν |
θα επιβουλευόμαστε | να επιβουλευόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιβουλεύεστε | επιβουλευόσαστε επιβουλευόσασταν |
θα επιβουλεύεστε | να επιβουλεύεστε | (επιβουλεύεστε) | |
| γ' πληθ. | επιβουλεύονται | επιβουλεύονταν επιβουλευόντουσαν |
θα επιβουλεύονται | να επιβουλεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιβουλεύτηκα | θα επιβουλευτώ | να επιβουλευτώ | επιβουλευτεί | ||
| β' ενικ. | επιβουλεύτηκες | θα επιβουλευτείς | να επιβουλευτείς | επιβουλεύσου | ||
| γ' ενικ. | επιβουλεύτηκε | θα επιβουλευτεί | να επιβουλευτεί | |||
| α' πληθ. | επιβουλευτήκαμε | θα επιβουλευτούμε | να επιβουλευτούμε | |||
| β' πληθ. | επιβουλευτήκατε | θα επιβουλευτείτε | να επιβουλευτείτε | επιβουλευτείτε | ||
| γ' πληθ. | επιβουλεύτηκαν επιβουλευτήκαν(ε) |
θα επιβουλευτούν(ε) | να επιβουλευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιβουλευτεί | είχα επιβουλευτεί | θα έχω επιβουλευτεί | να έχω επιβουλευτεί | επιβουλευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επιβουλευτεί | είχες επιβουλευτεί | θα έχεις επιβουλευτεί | να έχεις επιβουλευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιβουλευτεί | είχε επιβουλευτεί | θα έχει επιβουλευτεί | να έχει επιβουλευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιβουλευτεί | είχαμε επιβουλευτεί | θα έχουμε επιβουλευτεί | να έχουμε επιβουλευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιβουλευτεί | είχατε επιβουλευτεί | θα έχετε επιβουλευτεί | να έχετε επιβουλευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιβουλευτεί | είχαν επιβουλευτεί | θα έχουν επιβουλευτεί | να έχουν επιβουλευτεί | ||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επιβουλεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.