ὑπακούω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑπακούω < (ὑπό) ὑπ- + ἀκούω

Ρήμα

ὑπακούω (μέλλων: ὑπακούσομαι)

  1. ακούω με προσοχή κάτι
  2. εισακούω παράπονα, διαμαρτυρίες, τις ακούω με την πρόθεση να κάνω κάτι θετικό, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου
  3. ανταποκρίνομαι όταν με καλούν, εμφανίζομαι στο δικαστήριο μετά από κλήτευση
  4. απαντώ
  5. απαντώ σε χτύπημα, ανοίγω την πόρτα
  6. υποτάσσομαι
  7. υποχωρώ, συναινώ, συγκατανεύω
  8. υπόκειμαι σε κάτι

Συγγενικά

  • ὑπακουστέον αυτό στο οποίο πρέπει να υπακούσει κάποιος ή όλοι
  • ὑπακουός ο πειθήνιος, ο υπάκουος
  • ὑπακοή λέξη των χριστιανικών χρόνων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.