υπερυψωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερυψωμένος | η | υπερυψωμένη | το | υπερυψωμένο |
| γενική | του | υπερυψωμένου | της | υπερυψωμένης | του | υπερυψωμένου |
| αιτιατική | τον | υπερυψωμένο | την | υπερυψωμένη | το | υπερυψωμένο |
| κλητική | υπερυψωμένε | υπερυψωμένη | υπερυψωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερυψωμένοι | οι | υπερυψωμένες | τα | υπερυψωμένα |
| γενική | των | υπερυψωμένων | των | υπερυψωμένων | των | υπερυψωμένων |
| αιτιατική | τους | υπερυψωμένους | τις | υπερυψωμένες | τα | υπερυψωμένα |
| κλητική | υπερυψωμένοι | υπερυψωμένες | υπερυψωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερυψώνω, υπερυψώνομαι < ὑπερυψόω-ῶ < ὑπέρ + ὑψόω
Μετοχή
υπερυψωμένος, -η, -ο
- που έχει υπερυψωθεί, που έχει υψωθεί πολύ υψηλά ή που είναι απλώς πιο υψηλά από ένα ορισμένο επίπεδο αναφοράς, π.χ. από το δάπεδο
- ο υπερεκτιμημένος, κάποιος που απολαμβάνει περισσότερο σεβασμό ή εκτίμηση από όσο του αξίζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.